διαφέντεμα

διαφέντεμα
και -ντευμα και διαυθέντευμα, το
προστασία υπεράσπιση, υποστήριξη, προάσπιση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διαφέντεμα — το ο εξουσιασμός, η προστασία: Η μάνα ανέλαβε το διαφέντεμα των παιδιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαυθέντευμα — το διαφέντεμα* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”